αποστηρίζομαι

αποστηρίζομαι
ἀποστηρίζομαι (Α)
1. στερεώνω σταθερά
2. στηρίζομαι σταθερά
3. (για ασθένειες) βεβαιώνομαι
2. (για τους χυμούς του σώματος) μετατοπίζομαι, συγκεντρώνομαι σ' ένα σημείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀποστηριζόμενον — ἀποστηρίζομαι fix firmly pres part mp masc acc sg ἀποστηρίζομαι fix firmly pres part mp neut nom/voc/acc sg ἀποστηρίζομαι fix firmly pres part mp masc acc sg ἀποστηρίζομαι fix firmly pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστηρίζει — ἀποστηρίζομαι fix firmly pres ind mp 2nd sg ἀποστηρίζομαι fix firmly pres ind mp 2nd sg ἀποστηρίζομαι fix firmly pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστηριζομένου — ἀποστηρίζομαι fix firmly pres part mp masc/neut gen sg ἀποστηρίζομαι fix firmly pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστηριζόμενοι — ἀποστηρίζομαι fix firmly pres part mp masc nom/voc pl ἀποστηρίζομαι fix firmly pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστηριζόμενος — ἀποστηρίζομαι fix firmly pres part mp masc nom sg ἀποστηρίζομαι fix firmly pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστηριχθείσης — ἀποστηρίζομαι fix firmly aor part mp fem gen sg (attic epic ionic) ἀποστηρίζομαι fix firmly aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστηρίζεσθαι — ἀποστηρίζομαι fix firmly pres inf mp ἀποστηρίζομαι fix firmly pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστηρίζεται — ἀποστηρίζομαι fix firmly pres ind mp 3rd sg ἀποστηρίζομαι fix firmly pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστηρίζονται — ἀποστηρίζομαι fix firmly pres ind mp 3rd pl ἀποστηρίζομαι fix firmly pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεστήρικτο — ἀποστηρίζομαι fix firmly plup ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”